-
1 μηκιστον
дор. μάκιστον (τό) adv.1) надолгоμ. ἀάσθης HH. — ты натворила беду надолго, т.е. причинила непоправимое несчастье
2) самое большое, максимум(μέ πλείω βιῶναι τὸ μ. ἐτῶν ἑκατόν Luc.)
ἐπὴ μ. Luc. — больше всего;τὸ μ. αἰῶνος Xen. — глубокая старость3) дальше всего, как можно дальше(τοὺς ἐχθροὺς ἀπελαύνειν Xen.)
ὅτι δύνᾳ μ. Soph. — так, как только можешь
См. также в других словарях:
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek